ἀντεπιχειρούμενα

ἀντεπιχειρούμενα
ἀντεπιχειρέω
make a counter-attack
pres part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
ἀντεπιχειρέω
make a counter-attack
pres part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αντεπιχειρώ — ἀντεπιχειρῶ ( έω) (Α) 1. επιχειρώ και εγώ από την πλευρά μου 2. κάνω αντεπίθεση, αντεπιτίθεμαι 3. προσπαθώ να αποδείξω το αντίθετο 4. τα αντεπιχειρούμενα εριστικά επιχειρήματα για απόδειξη της αλήθειας ή για έλεγχο των παραπλανητικών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”